- κοπιαρος
- κοπιαρόςκοπιᾰρός3утомительный
(οἱ περίπατοι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἱ περίπατοι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπιαρός — κοπιαρός, ά, όν (Α) [κοπιώ] κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός … Dictionary of Greek
κοπιαρώτερον — κοπιαρός wearying adverbial comp κοπιαρός wearying masc acc comp sg κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτερα — κοπιαρός wearying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπιαρώτεροι — κοπιαρός wearying masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)